δίγνωμος, -η

δίγνωμος, -η
-ο αυτός που οι απόψεις του για το ίδιο ζήτημα διίστανται, ο δίβουλος, ο αναποφάσιστος: Η δίγνωμη γυναίκα δεν μπορεί ν’ αποφασίσει ποιον θα παντρευτεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίγνωμος — of two minds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίγνωμος — η, ο (AM ος, ον) αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος μσν. 1. διπρόσωπος, δόλιος 2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • δίγνωμον — δίγνωμος of two minds masc/fem acc sg δίγνωμος of two minds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διγνώμους — δίγνωμος of two minds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διγνώμων — δίγνωμος of two minds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίγνωμε — δίγνωμος of two minds masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβουλος — ἀμφίβουλος, ον (Α) αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βουλή] …   Dictionary of Greek

  • αμφίγνωμος — η, ο αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμος < γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • αμφοτερογνώμων — ἀμφοτερογνώμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που έχει δύο γνώμες, ο δίγνωμος, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γνώμων < γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • δίβουλος — η, ο (AM ος, ον) 1. αναποφάσιστος, δίγνωμος 2. παλίμβουλος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βουλος < βουλή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”