δίγνωμος — of two minds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγνωμος — η, ο (AM ος, ον) αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος μσν. 1. διπρόσωπος, δόλιος 2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο αστάθεια … Dictionary of Greek
δίγνωμον — δίγνωμος of two minds masc/fem acc sg δίγνωμος of two minds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγνώμους — δίγνωμος of two minds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγνώμων — δίγνωμος of two minds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγνωμε — δίγνωμος of two minds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβουλος — ἀμφίβουλος, ον (Α) αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βουλή] … Dictionary of Greek
αμφίγνωμος — η, ο αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμος < γνώμη] … Dictionary of Greek
αμφοτερογνώμων — ἀμφοτερογνώμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που έχει δύο γνώμες, ο δίγνωμος, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γνώμων < γνώμων] … Dictionary of Greek
δίβουλος — η, ο (AM ος, ον) 1. αναποφάσιστος, δίγνωμος 2. παλίμβουλος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βουλος < βουλή] … Dictionary of Greek